- Πειραιάς
- Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής.
Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη, Αμπελακίων, Κυθήρων, Μεθάνων, Πόρου, Σαλαμίνας, Σπετσών, Τροιζήνος, Ύδρας, Δραπετσώνας, Κερατσινίου, Νίκαιας, Περάματος και οι κοινότητες Αγκιστρίου και Αντικυθήρων συγκροτούν τη Νομαρχία Πειραιώς.
Τα όρια της οικονομικής περιοχής του Π. δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν με ακρίβεια εξαιτίας της στενής αλληλεξάρτησής της με την περιοχή Αθηνών, μαζί με την οποία αποτελούν την ευρύτερη οικονομική, όπως και πολεοδομική, περιφέρεια Πρωτεύουσας. Έτσι, και η οικονομική ιστορία του Π. είναι αλληλένδετη με την ιστορία της Aθήνας, που, όταν έγινε πρωτεύουσα, ο Π. είχε λίγες εκατοντάδες κατοίκους. Οι βιομηχανικοί κλάδοι που αναπτύχθηκαν στην περιοχή του Π. είναι η αλευροβιομηχανία, η σιδηροβιομηχανία και η ναυπηγική, η κλωστοϋφαντουργία, η σιγαρετοβιομηχανία, οι χημικές βιομηχανίες. Οι μεγάλες καταστροφές όμως, που είχε υποστεί η πόλη από βομβαρδισμούς κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, ανέκοψαν την οικονομική της εξέλιξη. Στους βομβαρδισμούς επίσης αποδίδεται η καθυστέρηση, σε σχέση με την Αθήνα, για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο, της έναρξης της ανοικοδόμησης, η οποία τελικά προσανατολίστηκε στην οικοδόμηση γραφείων και καταστημάτων, που είναι αναγκαία για ένα μεγάλο και σύγχρονο ναυτιλιακό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο όπως είναι ο Π.
Η οικονομία του νησιωτικού τμήματος του νομού Π. βασίζεται στη γεωργία (λάδι, εσπεριδοειδή, λαχανικά, κτηνοτροφία), στην αλιεία, στη ναυτιλία και σε πολύ μεγάλο βαθμό στον τουρισμό. Σε παλαιότερες εποχές σημαντικό πόρο αποτελούσαν ακόμα τα εμβάσματα των μεταναστών, ιδίως για τα Κύθηρα, όπου είχε δημιουργηθεί παράδοση μετανάστευσης για την Αυστραλία.Μορφολογία του εδάφους και κλίμα. Η παραλία του Σαρωνικού κόλπου με τα λιμάνια των Αθηνών ορίζεται A από τον χαμηλό λόφο του Αγίου Γεωργίου, που προβάλλει σαν μια μικρή χερσόνησος στην αρχή του Παλαιού Φαλήρου, και Δ, κοντά στον Π., από τη χερσόνησο της Δραπετσώνας. Σε ευθεία γραμμή τα δύο άκρα απέχουν λιγότερο από 5.800 μ., το ανάπτυγμα όμως της ακτής, που περιλάμβανε το λιμάνι του Φαλήρου, τον Φαληρικό όρμο και τη χερσόνησο με τα λιμάνια του Π., φτάνει τα 14.000 μ. περίπου. Στα πολύ παλιά χρόνια, όπως έχει διαπιστωθεί από τη μελέτη της θαλάσσιας παλαιοπανίδας, η ακτή αυτή δεν υπήρχε, γιατί η θάλασσα σκέπαζε όλη τη νότια περιοχή της πεδιάδας, φτάνοντας σχεδόν μέχρι το Μοσχάτο. Στο τέλος του τριτογενούς, από τις μεγάλες γεωλογικές αναστατώσεις που έγιναν δημιουργήθηκε στο ανατολικό άκρο η φαληρική ακτή, ενώ στο άλλο, το δυτικό, φάνηκε ένα μεγάλο νησί, ο Π. Πολύ αργότερα, στο τεταρτογενές, με τις προσχώσεις του Κηφισού ποταμού σχηματίστηκε σιγά σιγά η παραλία του Φαληρικού όρμου, που πρέπει να είχε τη σημερινή της μορφή τουλάχιστον από τα προϊστορικά χρόνια, όπως δείχνουν τα λείψανα που βρέθηκαν από οικισμούς και νεκροταφεία της εποχής εκείνης.
Μια μεγάλη όμως έκταση του σημερινού Νέου Φαλήρου και του Π., γνωστή στην αρχαιότητα με την ονομασία Αλίπεδον, και στα κλασικά ακόμα χρόνια ήταν σκεπασμένη από νερά. Ο Αρποκρατίων γράφει σχετικά: «Aλίπεδον τινές τόν Πειραιά φασίν· έστι δε και κοινώς τόπος, ος πάλαι μέν ην θάλασσα, αύθις δε πεδίον εγένετο». Η περιοχή αυτή ακόμα και σήμερα, παρά το γεγονός ότι το έδαφος έχει υψωθεί από τις προσχώσεις, πλημμυρίζει ύστερα από μεγάλες βροχές. Στην αρχαιότητα αποτελούσε ένα πραγματικό τέλμα, που εμπόδιζε την επικοινωνία με τη χερσόνησο και τα λιμάνια του Π. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους για τους οποίους μέχρι και την αρχαϊκή εποχή οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν για λιμάνι το Φάληρο, στη βάση του χαμηλού λόφου του Αγίου Γεωργίου. Μόλις στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. χρησιμοποίησαν τα λιμάνια του Π., αφού προηγουμένως έκαναν πολλά και μεγάλα έργα. Ο Πλούταρχος (Κίμων 13) μας λέει πως για τη θεμελίωση των Μακρών Τειχών και μόνο προέκυψαν σοβαρές δυσκολίες και χρειάστηκε να γίνουν μεγάλες και πολυδάπανες κατασκευές.
Οι αρχαίοι είχαν σαφή επίγνωση των γεωλογικών αναστατώσεων και των καταστρεπτικών κατακλυσμών που συνέβησαν σε μια πολύ παλαιά εποχή και συνετέλεσαν στην αλλαγή της μορφής της Αττικής. Ο Πλάτων στον Κριτία μας δίνει μια παραστατική εικόνα των καταστροφών αυτών και πολύτιμες πληροφορίες για τη φυσική κατάσταση της Αττικής στην εποχή του. Το ότι ο Π. ήταν κάποτε νησί φαίνεται και από το όνομά του, όπως παρατηρεί ο Στράβων: «τον τε Πειραιά νησιάζοντα πρότερον και πέραν της ακτής κείμενον ούτως φασίν ονομασθήναι» και ο λεξικογράφος Σουίδας στη λέξη Έμβαρος: «ην πρότερον ο Πειραιεύς νήσος όθεν και τούνομα εΐληφεν από του διαπεράν».
Η χερσόνησος, που σχηματίστηκε από τις προσχώσεις, περιλαμβάνεται μεταξύ του Νέου Φαλήρου και της Δραπετσώνας. Στη βάση της έχει πλάτος 1.800 μ. και προχωρεί με νοτιοδυτική κατεύθυνση βαθιά μέσα στη θάλασσα σε μήκος ακριβώς τριών χιλιομέτρων. Δύο λόφοι υψώνονται σε ολόκληρη την Πειραϊκή χερσόνησο, προς N ο μεγαλύτερος σε έκταση αλλά με μικρό σχετικά ύψος, 57,70 μ., που καλύπτει όλο το νοτιοδυτικό της άκρο, την Ακτή, όπως τον έλεγαν οι αρχαίοι, και A ο μικρότερος λόφος της Μουνιχίας, η σημερινή Καστέλα, ύψους 86,90 μ. Οι τριτογενείς λόφοι της Πειραϊκής αποτελούνται από ασβεστολιθικά πετρώματα. Από την Ακτή προέρχεται ο μαλακός και σκληρός ακτίτης λίθος που χρησίμευε ως οικοδομικό υλικό από το πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ. «Aκτή ιδίως επιθαλαττίδιος τις μοίρα της Αττικής· όθεν και ο Aκτίτης λίθος», σημειώνει ο Αρποκρατίων. Ο λόφος της Μουνιχίας αποτελείται από μαλακό πωρόλιθο και έχει πολλά σπήλαια και μεγάλους λάκκους, που άλλοι είναι φυσικά χάσματα και άλλοι έγιναν από λατόμηση. Προς τη θάλασσα παρουσιάζει απότομες ακτές από τις πολλές καταπτώσεις και καθιζήσεις, από τις οποίες δημιουργήθηκε και το μικρό νησάκι Σταλίς, σήμερα Nησί του Κουμουνδούρου, στα νότια της Μουνιχίας. Γενικά το έδαφος της Πειραϊκής χερσονήσου είναι βραχώδες, και μόνο το χαμηλότερο τμήμα της, ανάμεσα στα δύο μεγάλα λιμάνια, είναι επίπεδο και σκεπάζεται από λίγο χώμα. Αντίθετα, το Αλίπεδον αποτελείται από αργιλικές αποθέσεις μεγάλου βάθους, που προέρχονται από τις προσχώσεις του Κηφισού.
Ο Π., όπως και η περιοχή του Νέου Φαλήρου, έχουν κλίμα ηπιότερο από των Αθηνών, γιατί βρίσκονται κοντά στη θάλασσα και μακριά από τα ψηλά βουνά της Αττικής. Έτσι τον χειμώνα, η θερμοκρασία της θάλασσας μαλακώνει το κρύο, ενώ αντίθετα το καλοκαίρι η θαλασσινή αύρα μετριάζει τη μεγάλη ζέστη.
Ιστορία. Λείψανα από την εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων στον Π. βρέθηκαν στη μικρή χερσόννησο που σχηματίζεται στο νοτιοανατολικό άκρο του λόφου της Καστέλας, εκεί όπου υψώνεται σήμερα το κτίριο του Ναυτικού Ομίλου. Οι Ε. Kirsten και W. Kraiker γράφουν ότι από τη θέση αυτή προέρχονται νεολιθικά ευρήματα, χωρίς όμως να δίνουν περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτά. Επίσης πουθενά δεν αναφέρεται ότι βρέθηκε εδώ υστεροελλαδική κεραμική, όπως υποστηρίζουν άλλοι. Το μόνο βέβαιο από τις ανασκαφές του I. Θρεψιάδη, που έγιναν το 1935 με την ευκαιρία της οικοδομής του Ναυτικού Ομίλου (Πρακτική Αρχαιολογικής Εταιρείας 1935, σελ. 159-195), είναι ότι από τα πρώιμα γεωμετρικά χρόνια υπήρχε στη μικρή χερσόνησο, καθώς και στο νησάκι τη Σταλίδας, ένας οικισμός, που συνεχίστηκε ως τα υστερογεωμετρικά χρόνια. Η μελέτη των χιλιάδων οστράκων και των άλλων ευρημάτων εκείνης της ανασκαφής ίσως δώσει στοιχεία για τη χρονολόγηση του οικισμού σε ακόμα πρωιμότερη εποχή, όπως έγινε με την αναγνώριση ενός μυκηναϊκού σφραγιδόλιθου από τον Γ. Δεσπίνη. Τα άλλα ευρήματα, αγγεία, ειδώλια και επιγραφές, που καλύπτουν όλες τις εποχές από τον 7o αι. π.Χ. έως τα ρωμαϊκά χρόνια, αποδεικνύουν ασφαλώς ότι εδώ βρισκόταν το ιερό της Άρτεμης Μουνιχίας, που άλλοτε το ανσζητούσαν στην κορυφή του λόφου.
Στη πρώτη αυτή περίοδο του Π., που φτάνει μέχρι τις αρχές του 5ου αι. π.Χ., έως την εποχή δηλαδή που αρχίζει από τους Αθηναίους η οργανωμένη χρησιμοποίηση των λιμανιών, τα δυτικά όρια του οικισμού της Μουνιχίας θα πρέπει να έφταναν ως τη σημερινή οδό Κουντουριώτου, όπως αποδεικνύεται από μια μαρμάρινη στήλη που βρέθηκε εδώ στην αρχική της θέση, με την επιγραφή: «Άχρι τήσδε της οδού τήδε η Μονιχίας εστί νέμησις». Η οδός Κουντουριώτου θα πρέπει επομένως να συμπίπτει με την αρχαία οδό της επιγραφής που χρησίμευε ως όριο. Η υπόλοιπη έκταση του Π. φαίνεται ότι ήταν τότε ακατοίκητη και ως λιμάνι εχρησιμοποιείτο το μικρότερο μόνο από τα τρία, εκείνο της Μουνιχίας, που βρίσκεται A της Καστέλας, το γνωστό Μικρολίμανο.
Ο ψηλός και απότομος λόφος της Μουνιχίας χρησίμευε ως καταφύγιο και ακρόπολη και η σημασία του φαίνεται από τον ρόλο που έπαιξε στην ιστορία των Αθηνών. Πρώτος ο Ιππίας, γύρω στα 512 π.Χ., όταν κατάλαβε τη δυσαρέσκεια των Αθηναίων, φρόντισε να οχυρώσει τον λόφο για να τον έχει καταφύγιο σε περίπτωση ανάγκης. Με τα γεγονότα όμως που μεσολάβησαν και που τον ανάγκασαν να φύγει το 510 π.Χ., δεν πρόλαβε να τελειώσει το οχυρωματικό αυτό έργο.
Μετά την πτώση του τυράννου, όταν ανέλαβε την εξουσία, ο Kλεισθένης έθεσε σε εφαρμογή ένα νέο πολιτικό και διοικητικό πρόγραμμα με καθαρά δημοκρατικό πνεύμα, καταργώντας τις παλαιές διακρίσεις των πολιτών και την παλαιά διαίρεση της χώρας σε τέσσερις φυλές. Συνένωσε όλους τους κατοίκους της Αττικής αδιακρίτως τόπου, περιουσίας ή επαγγέλματος και επέβαλε νέα πολιτική διαίρεση σε δέκα φυλές, που περιλάμβαναν περίπου 176 δήμους. Τότε για πρώτη φορά ολόκληρος ο Π., και όχι μόνο η Μουνιχία, όπως θα περίμενε κανείς, αποτέλεσε δήμο της Ιπποθοωντίδας φυλής. Οι Πειραιείς μαζί με τους Φαληρείς, τους Ξυπεταίονες και Θυμοιττάδες ανήκαν, κατά τον Πολυδεύκη, στους Τετρακώμους. Μεταξύ των τεσσάρων αυτών δήμων ή κωμών τελούνταν αγώνες προς τιμήν του Ηρακλή σε ένα κοινό ιερό, το λεγόμενο Τετράκωμον Ηράκλειον. Η θέση αυτού του ιερού εντοπίζεται στη σημερινή συνοικία Καμίνια, κοντά στη νοτιοδυτική γωνία της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, από σχετικές αγωνιστικές επιγραφές που βρέθηκαν εκεί το 1928. Άλλο σημαντικό ιερό κοντά στον Π., στην περιοχή του Αλιπέδου, ήταν το ιερό του ήρωα Εχέλου. Η θέση του εντοπίζεται στην περιοχή του εργοστασίου Ελαΐς, στη γωνία των οδών Πειραιώς και Καραολή. Από την περιοχή αυτή προέρχονται τα ενεπίγραφα αναθηματικά ανάγλυφα που βρέθηκαν το 1905 και είναι εκτεθειμένα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Πρώτος ο Θεμιστοκλής κατάλαβε την εξαιρετική σημασία του Π. με τα τρία μεγάλα και καλά προφυλαγμένα φυσικά λιμάνια του, κατάλληλα για την παραμονή του πολεμικού στόλου και την ανάπτυξη του εμπορίου, και γι’ αυτό, όταν έγινε άρχοντας το 493-92 π.Χ., άρχισε την εκτέλεση των προκαταρκτικών οχυρωματικών και λιμενικών έργων. Mέχρι την εποχή αυτή το μόνο λιμάνι των Αθηνών στην παραλία του Σαρωνικού ήταν το Φάληρο, που το χρησιμοποιούσαν από τα προϊστορικά χρόνια, γιατί ήταν κοντά στην πόλη. Από εδώ ξεκίνησε ο Μενεσθέας με τα πλοία του για την Τροία και παλαιότερα ο Θησεύς για την Κρήτη, όταν πήγαινε να δώσει ικανοποίηση στο Μίνωα για τον φόνο του γιου του Ανδρόγεω, όπως γράφει ο Παυσανίας. Ο κυριότερος όμως λόγος για τον οποίο έμενε ο Π. αχρησιμοποίητος ήταν γιατί βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής των Μεγάρων και γιατί, έως τις αρχές του 6ου αι. π.Χ., οι Μεγαρείς κατείχαν τη Σαλαμίνα και μπορούσαν με τον πανίσχυρο στόλο τους να ελέγχουν όλα τα νότια παράλια του Σαρωνικού. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, και το Φάληρο μόνο ύστερα από την κατάληψη της Σαλαμίνας από τους Αθηναίους και την ταπείνωση των Μεγαρέων χρησιμοποιήθηκε ως εμπορικό λιμάνι. Mέχρι, τότε για μεγαλύτερη ασφάλεια, όλη η κίνηση του εμπορίου γινόταν από τα ανατολικά λιμάνια της Αττικής, δηλαδή του Θορικού και των Πρασιών.
Ο Θεμιστοκλής όχι μόνο κατάλαβε την εξαιρετική σημασία του Π. για την ανάπτυξη της χώρας, αλλά και κατόρθωσε, παρά την αντίδραση των αντιπάλων του, να πείσει τους Αθηναίους να πραγματοποιήσουν το σχέδιό του. Σε αυτό τον βοήθησε πολύ και η καλή κατάσταση των οικονομικών του Δημοσίου, γιατί τότε ακριβώς, το 483 π.Χ., οι Αθηναίοι ανακάλυψαν στο Λαύριο μια πλούσια φλέβα αργύρου. Με τη σοφή διοίκηση και τη μεγάλη στρατηγική του ικανότητα ο Θεμιστοκλής κατόρθωσε σε μικρό σχετικά διάστημα όχι μόνο να οργανώσει τον στόλο, αλλά και να τον κάνει πανίσχυρο. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής του ήταν και η μεγάλη νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών στη Σαλαμίνα. Μετά την εκδίωξη των Περσών, η πρώτη φροντίδα των Αθηναίων ήταν η ανέγερση όσο το δυνατόν ταχύτερα ενός μεγάλου οχυρωματικού περίβολου. Η πρωτοβουλία για την κατασκευή του τείχους αυτού οφειλόταν στον Θεμιστοκλή, ο οποίος, προαισθανόμενος τον κίνδυνο των Λακεδαιμονίων, επέσπευσε τις εργασίες και κατόρθωσε μέσα σε έναν χρόνο να τελειώσει το έργο. Συγχρόνως έπεισε τους Αθηναίους να συμπληρώσουν την οχύρωση του Π. και της ακρόπολης της Μουνιχίας. Η ολοκλήρωση όμως αυτού του σχεδίου πραγματοποιήθηκε λίγο αργότερα, από τον Κίμωνα, με την ανέγερση των Μακρών Τειχών, του Φαληρικού και του Βόρειου τείχους, που εξασφάλιζαν την επικοινωνία του Άστεως με τα λιμάνια του Π. σε περίπτωση πολέμου. Το 445 π.Χ., για μεγαλύτερη ασφάλεια της επικοινωνίας των δύο πόλεων, χτίστηκε κατά πρόταση του Περικλή ένα τρίτο τείχος, μεταξύ του Βόρειου και του Φαληρικού, το λεγόμενο Διάμεσον ή Νότιον τείχος, που έβαινε παράλληλα και σε απόσταση 183 μ. από το Βόρειο ή Έξω Τείχος. Ο Περικλής, ο εμπνευσμένος εκτελεστής του προγράμματος του Θεμιστοκλή, θέλοντας να παρουσιάσει τον Π. ως το πρότυπο της οικονομικής και καλλιτεχνικής του πολιτικής, ανέθεσε τη σύνταξη του σχεδίου της νέας πόλης στον διάσημο αρχιτέκτονα Ιππόδαμο τον Μιλήσιο, ο οποίος, με την ευκαιρία που του δινόταν να εφαρμόσει το σχέδιο σε έναν εντελώς ελεύθερο χώρο, μπόρεσε να παρουσιάσει μια ιδεώδη και αξιοθαύμαστη από κάθε άποψη εμπορική πόλη.
Η καταπληκτική και τόσο γρήγορη ανάπτυξη του αθηναϊκού κράτους προκάλεσε τον φθόνο της Σπάρτης και της Κορίνθου, που, για να μειώσουν τη δύναμη των Αθηνών, βρήκαν διάφορες αφορμές για την έκρηξη του καταστρεπτικού Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.), που κατέληξε στην πανωλεθρία των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς και στην εξευτελιστική γι’ αυτούς συνθηκολόγηση που ακολούθησε ύστερα από μακρά πολιορκία. Μεταξύ των σκληρών όρων που επέβαλαν τότε στους Αθηναίους ήταν η κατεδάφιση των οχυρώσεων των δύο πόλεων και των Μακρών Τειχών. Συγχρόνως οι Λακεδαιμόνιοι κατέστρεψαν όλους τους πολεμικούς ναυστάθμους και τις άλλες εγκαταστάσεις των λιμένων. Από τη δύσκολη και τραγική αυτή κατάσταση έσωσε τους Αθηναίους ο Κόνων, που κατέφυγε στην Κύπρο με εννέα πλοία και κατόρθωσε με τη διπλωματική του ικανότητα να εκμεταλλευθεί το μίσος των Περσών κατά των Λακεδαιμονίων και να πετύχει με τη βοήθειά τους μια περιφανή νίκη στην Κνίδο το 394 π.Χ. Μόλις επέστρεψε στην Αθήνα, η πρώτη φροντίδα του ήταν να ανοικοδομήσει τις οχυρώσεις των δύο πόλεων και τα Μακρά Τείχη. Επίσης ξανάχτισε τους ναυστάθμους και στόλισε την πόλη με διάφορα άλλα κτίρια και ναούς.
Για την ασφάλεια του Π. ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε πάντοτε ο λόφος της Μουνιχίας, που, σφότου υπήρξε οχύρωσή του, είχε γίνει ισχυρότατο φρούριο. Πολλές όμως φορές, όταν έπεφτε στα χέρια του εχθρού, έπαιζε τον αντίθετο ακριβώς ρόλο, γιατί ο εχθρός, χάρη στη στρατηγική θέση του λόφου, γινόταν κύριος όχι μόνο του Π., αλλά και των Αθηνών. Τη μεγάλη στρατηγική σημασία του λόφου της Μουνιχίας, πολύ πριν από την ίδρυση του Π., αναγνώρισε ο φιλόσοφος και μάντης Επιμενίδης, που, όπως μας λέει ο Πλούταρχος, όταν τον προσκάλεσαν οι Αθηναίοι το 636 π.Χ. για να τους απαλλάξει από το Κυλώνειον άγος, σταμάτησε στη Μουνιχία και κοιτάζοντας τον ψηλό και απότομο λόφο είπε: «Ο άνθρωπος δεν βλέπει το μέλλον, γιατί, αν οι Αθηναίοι γνώριζαν πόσες θλίψεις πρόκειται να φέρει στην πόλη ο λόφος αυτός, θα τον έτρωγαν με τα δόντια τους». Πραγματικά, εκτός από τον Ιππία, που θέλησε να τον χρησιμοποιήσει ως καταφύγιο για να καταδυναστεύσει τους Αθηναίους, η κατοχή του από τους Λακεδαιμονίους, τους Τριάκοντα και τους Διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου σήμαινε πάντοτε την υποταγή της πόλης των Αθηνών. Οι Μακεδόνες, αφού ενίσχυσαν τις οχυρώσεις της Μουνιχίας, εγκατέστησαν δικό τους στρατό, που παράμεινε εκεί συνεχώς σχεδόν επί 170 χρόνια έως το 251 π.Χ., την εποχή δηλαδή που ο Άρατος απομάκρυνε τη φρουρά και απέδωσε τον Π. και τη Σαλαμίνα στους Αθηναίους.
Στο μεγάλο διάστημα που μεσολάβησε έως την επιδρομή του Σύλλα, το 86 π.Χ., η κίνηση του Π. ως εμπορικού λιμανιού είχε τελείως ατονήσει. Τα μεγαλοπρεπή δημόσια κτίρια, τα ιερά, οι μεγάλες εγκαταστάσεις, στοές, αποθήκες, νεώσοικοι και οι ωραίοι ευθύγραμμοι δρόμοι, σχεδόν έρημοι τώρα, παρουσίαζαν μεγάλη αντίθεση με την κατάπτωση και τον μαρασμό του Π., που ήταν άλλοτε το κέντρο των θαλάσσιων μεταφορών σχεδόν όλης της Μεσογείου. Ο Σύλλας, ύστερα από σκληρές επιθέσεις έγινε κύριος των δύο πόλεων, τις οποίες και κατέστρεψε. Τα τείχη του Άστεως και του Π. κατεδαφίστηκαν συστηματικά από τον νικητή Ρωμαίο στρατηγό, που με τον τρόπο αυτό θέλησε να ταπεινώσει τους Αθηναίους και το κυριότερο να μειώσει τη δύναμή τους. Τα Μακρά Τείχη και ο περίβολος του Π. ποτέ πια δεν ξαναχτίστηκαν και η άλλοτε πλούσια ναυτική πόλη παρήκμασε τελείως. Την εποχή που ο Στράβων επισκέφθηκε τον Π. η πόλη περιοριζόταν «εις ολίγην κατοικίαν την περί τους λιμένας και το ιερόν του Διός του Σωτήρος». Στα ρωμαϊκά χρόνια τίποτε το ιδιαίτερο δεν συνέβη στον Π. Πιθανώς ο αυτοκράτορας Αδριανός, με την ευκαιρία της ύδρευσης των Αθηνών, να εφοδίασε και τον Π. με νερό, που πάντοτε το είχε ανάγκη. Στην ίδια εποχή χρονολογούνται επίσης διάφορα ερείπια και ψηφιδωτά που βρέθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στα λιμάνια του Κανθάρου και της Ζέας. Ένας μικρός οικισμός φαίνεται ότι υπήρχε και στα πρώτα χριστιανικά χρόνια γύρω στον 6o αι. μ.Χ., όπως αποδεικνύεται από τη μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική, που βρέθηκε στη δυτική πλευρά του θεάτρου της Ζέας. Για τους βυζαντινούς όμως χρόνους τίποτε δεν είναι γνωστό. Όσον αφορά στη χρονολόγηση στον 12o αι. της εκκλησίας του ιστορικού μοναστηρίου του Αγίου Σπυρίδωνα, που είναι γνωστό από τη μεγάλη μάχη στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία. Ο Π. στα χρόνια της φραγκοκρατίας και της τουρκοκρατίας έμεινε έρημος και αφύλακτος και σιγά σιγά ξεχάστηκε ακόμα και το όνομά του. Οι Τούρκοι τον έλεγαν Aσλάν-λιμάνι και οι ναυτικοί Πόρτο Δράκο ή Πόρτο Λεόνε, από το μαρμάρινο λιοντάρι που βρισκόταν κοντά στη βορειοανατολική γωνία του μεγάλου λιμανιού και που μεταφέρθηκε το 1687 από τον Μοροζίνι στη Βενετία, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα. Τον λόφο της Μουνιχίας, η ακρόπολη του οποίου, όπως φαίνεται, πάντα είχε κάποια σημασία, τον ονόμαζαν Καστέλι, απ’ όπου προέρχεται και η σημερινή ονομασία της Καστέλας.
Λιμάνια και οχύρωση. Η πρώτη στερεά γη ανάμεσα στους χαμηλούς λόφους της Αττικής και στο νησί του Π. δημιουργήθηκε, όταν κάποτε ο Κηφισός, που στα πολύ παλιά χρόνια χυνόταν στη θέση του σημερινού λιμανιού του Π., άλλαξε πορεία και οι εκβολές του μετατέθηκαν στον Φαληρικό όρμο. Η δημιουργία της στεριάς επέτρεψε την επικοινωνία της Αθήνας με τον Π. και τη χρησιμοποίηση των λιμανιών του. Από τον 5o αι. π.Χ., οι Αθηναίοι διέθεταν στη παραλία του Σαρωνικού, εκτός από το Φάληρο, τρία ακόμα φυσικά λιμάνια, της Ζέας, της Μουνιχίας και του Κανθάρου. Σχετικά ο Διόδωρος γράφει: «του γαρ καλουμένου Πειραιώς ουκ όντος λιμένος κατ’ εκείνους τους χρόνους, αλλ’ επινείω χρωμένων των Αθηναίων τω προσαγορευομένω Φαληρικώ μικρώ παντελώς όντι, επενόησε (ο Θεμιστοκλής) τον Πειραιά κατασκευάζειν λιμένα, μικράς μεν προσδεόμενον κατασκευής, δυνάμενον δε γενέσθαι κάλλιστον και μέγιστον λιμένα των κατά την Eλλάδα»· και ο Παυσανίας συμπληρώνει: «O δε Πειραιεύς δήμος μεν ην εκ παλαιού, πρότερον δε πριν ή Θεμιστοκλής Aθηναίοις ήρξεν έπίνειον ούκ ήν· Φάληρον δε –ταύτη γαρ ελάχιστον απέχει της πόλεως ή θάλασσα– τούτο σφίσιν επίνειον ην». Πραγματικά η απόσταση από την Αθήνα στο Φάληρο είναι μόνο 5,5 χλμ., ενώ έως τον Π. φτάνει περίπου τα 8 χλμ.
Η ανέγερση των Μακρών Τειχών (βλ. Ιστορία) εξασφάλιζε την επικοινωνία του Άστεως με τα λιμάνια και τον ανεφοδιασμό της χώρας σε ώρα πολέμου. Η περιοχή, εξάλλου, που περιλαμβανόταν μέσα στα Μακρά Τείχη και τους περιβόλους των δύο πόλεων, είχε έκταση περίπου 15.000.000 τ.μ. και επέτρεπε τη σχετικά άνετη διαμονή μεγάλου αριθμού κατοίκων της υπαίθρου σε περίπτωση πολέμου, καθώς και τη συγκέντρωση των απαραίτητων εφοδίων για τη διατροφή των πολιορκουμένων. Ο Δημοσθένης, στον Περί Στεφάνου λόγο του, μας διέσωσε και τη διάταξη που καθόριζε τα φρούρια, όπου έπρεπε να καταφεύγουν οι αγρότες με τα υπάρχοντά τους σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης: «Κατακομίζειν δε και τα εκ των αγρών πάντα την ταχίστην, τα μεν έντός σταδίων εκατόν είκοσι εις Άστυ και Πειραιά, τα δε εκτός σταδίων εκατόν είκοσι Ελευσίνα και Φυλήν και Άφιδναν και Pαμνούντα και Σούνιον». Σχετικά με την οχύρωση των Μακρών Τειχών θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η παραλία του Φαληρικού όρμου έμεινε ατείχιστη, γιατί η πλευρά αυτή εξασφαλιζόταν από την αβαθή θάλασσα και το μεγάλο έλος του Αλιπέδου, που σκέπαζε όλο το μήκος της ακτής.
Για μεγαλύτερη ασφάλεια των λιμανιών χτίστηκε στον Π. από τον Θεμιστοκλή ένα τείχος που περιέβαλλε όλη τη χερσόνησο. Η εργασία άρχισε το 493-92 π.Χ. και ύστερα από μια μικρή διακοπή τελείωσε το 470 π.Χ. Η θέση του δεν είναι απόλυτα γνωστή ούτε και ο τρόπος της κατασκευής του, γιατί κατεδαφίστηκε από τον Λύσανδρο στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, και ο καινούργιος περίβολος, που χτίστηκε από τον Κόνωνα, δεν ακολούθησε την ίδια γραμμή. Από τους αρχαίους συγγραφείς μαθαίνουμε ότι ο Θεμιστόκλειος περίβολος είχε μήκος μόνο 60 στάδια, ενώ ο κονώνειος έφτανε τα 80. Η διαφορά αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι το παλαιότερο τείχος, στην Ακτή τουλάχιστον, περιλάμβανε μικρότερη έκταση, ενώ το νεότερο ακολούθησε όλο το ανάπτυγμα της παραλίας, που είχε μεγαλύτερο μήκος. Από το Κονώνειο τείχος σώθηκε σχεδόν ολόκληρη η νότια γραμμή του, από τη Μουνιχία έως τον Άλκιμο. Είναι χτισμένο σε απόσταση 20-40 μ. από τη θάλασσα και παντού είναι θεμελιωμένο επάνω στον βράχο. Το πάχος του τείχους είναι 2,50-3 μ. και σε κανονικές αποστάσεις ανά 50-60 μ. ενισχύεται με τετραγωνικούς πύργους, πλευράς 4-6 μ. Στο εσωτερικό μέρος του τείχους, πίσω σχεδόν από κάθε πύργο, μια επιμήκης προεξοχή σχημάτιζε στενή λίθινη σκάλα για το ανέβασμα στις επάλξεις. Aπό τη βόρεια πλευρά του περιβόλου, το τμήμα από τη Μουνιχία έως την Ηετιωνεία, σώζονται σήμερα ελάχιστα λείψανα, γιατί εδώ το μεγαλύτερο μέρος του τείχους καταστράφηκε ή σκεπάστηκε από τα νεότερα σπίτια. Η θέση του όμως είναι γνωστή με αρκετή ακρίβεια από τα σχέδια που μας άφησαν οι παλσιότεροι μελετητές. Στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. ο περίβολος του Π., όπως και των Αθηνών, επισκευάστηκε, και στη βόρεια πλευρά του ανοίχτηκε βαθιά τάφρος πλάτους 11 μ. Το τμήμα της τάφρου, που βρέθηκε στο οικόπεδο της γωνίας των οδών Γούναρη και Ναβαρίνου, όχι μόνο καθορίζει τη σωστή θέση του τείχους του Κόνωνα, αλλά και βεβαιώνει την υπόθεση ότι την εποχή αυτή ο Κωφός λιμήν παρέμεινε έξω από τον περίβολο. Σχετικά με τις πύλες είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι, γιατί σώθηκαν τα ερείπιά τους. Η πιο γνωστή είναι η πρώτη πύλη στη βορειοδυτική γωνία του Κονωνείου τείχους, που την έλεγαν πύλη κατά το Aφροδίσιον, από το ιερό της Αφροδίτης, που θα πρέπει να βρισκόταν κάπου εδώ στη χερσόνησο της Ηετιωνείας. Σε απόσταση 1.450 μ. από αυτή σώθηκε σε λιγότερο καλή κατάσταση ο Αστικός πυλώνας, η κυριότερη πύλη του περιβόλου, που οδηγούσε στο Άστυ. Ανατολικότερα, σε απόσταση 140 μ., υπάρχει μια άλλη πύλη, που οδηγούσε και αυτή στην Αθήνα, αλλά από τον δρόμο που περνούσε ανάμεσα από τα Μακρά Τείχη. Ο I. Μελετόπουλος, από ένα έγγραφο του 1825, καθόρισε μια άλλη μικρή πύλη πιο ανατολικά και σε απόσταση 220 μ. από την τελευταία. Η πύλη, που στο έγγραφο αναφέρεται ως «Πόρτα της Μεσογείου Μουνιχίας», τοποθετείται στη σημερινή οδό Κουντουριώτου, όπου τελείωναν τα όρια της Μουνιχίας, όπως είδαμε από τον όρο που βρέθηκε στον δρόμο αυτό. Ο Judeich τοποθετεί ακόμα δύο πύλες δεξιά και αριστερά από το Νότιο Μακρό Τείχος και μια άλλη κοντά στη θάλασσα, που εξυπηρετούσε την επικοινωνία με το Φάληρο. Υποθετικά ο Judeich δέχτηκε και μια άλλη ακόμα πύλη ανάμεσα στον Κωφό λιμένα και στις Αστικές πύλες. Η θέση της, τώρα που προσδιορίστηκε καλύτερα η γραμμή του Κονωνείου τείχους, μπορεί να εντοπιστεί στο οικόπεδο της γωνίας των οδών Γούναρη και Ναβαρίνου, στο σημείο ακριβώς όπου διακόπτεται η τάφρος. Η διακοπή αυτή είναι μια απόδειξη για την ύπαρξη πύλης, γιατί, όπως έχει διαπιστωθεί και στον περίβολο της Αθήνας, η τάφρος διακόπτεται μόνο μπροστά από τις πύλες.
Λιμάνι Φαλήρου. Βρίσκεται στην ανατολική άκρη του Φαληρικού όρμου και σχηματίζεται από την ακτή του Παλαιού Φαλήρου, που προεξέχει δυτικά στο σημείο αυτό και προστατεύει από τους νότιους και νοτιοανατολικούς ανέμους μεγάλο μέρος του όρμου. Η αρχαία πόλη του Φαλήρου, που αποτελούσε έναν από τους δήμους της Αττικής, θα πρέπει να βρισκόταν κοντά στο λιμάνι και μέσα στο Φαληρικό Τείχος. Με την Αθήνα συνδεόταν με έναν δρόμο που διατηρήθηκε στην ίδια θέση και εξυπηρετούσε την επικοινωνία των δύο πόλεων έως την εποχή που κατασκευάστηκε η λεωφόρος Συγγρού. Η σημασία του λιμανιού του Φαλήρου αποδεικνύεται από τη συνεχή χρησιμοποίησή του από τα προϊστορικά χρόνια ως την Ελληνική Επανάσταση και από το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα αποτελεί ένα καλό καταφύγιο για μικρά σκάφη. Στον Μεσαίωνα το ονόμαζαν Παλιό Λιμάνι ή Λιμάνι των τριών Πύργων και οι Βενετοί Πόρτο Βέκιο. Από τα τέλη του 19ου αι. επικράτησε η ονομασία «στου Ξηροτάγαρου», από το επώνυμο του ιδιοκτήτη της περιοχής, και «Λιμάνι του Αγίου Γεωργίου», από το εκκλησάκι που δεσπόζει στο ύψωμα πάνω από το λιμάνι. Ο Κ. Μπίρης υποστήριξε σε μελέτη του ότι στο λιμάνι αυτό αποβιβάστηκε ο Απόστολος Παύλος όταν επισκέφθηκε την Αθήνα.
Λιμάνι Μουνιχίας. Είναι το μικρότερο από τα τρία λιμάνια του Π., έχει σχήμα ελλειψοειδές και διαστάσεις 360 μ. μήκος και 220 μ. πλάτος. Η αρχαία ονομασία του φαίνεται ότι γρήγορα λησμονήθηκε. Στον Μεσαίωνα το έλεγαν Φανάρι, ενώ και μετά την Απελευθέρωση εξακολούθησε να λέγεται Τουρκολίμανο ή του Κουμουνδούρου, από την έπαυλη του τελευταίου που ήταν χτισμένη στην κορυφή της χερσονήσου, στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα ο Ναυτικός Όμιλος. Από το 1967 καθιερώθηκε η ονομασία Μικρολίμανο. Το λιμάνι της Μουνιχίας έκλειναν και προστάτευαν από τα A δύο λιμενοβραχίονες χτισμένοι με μεγάλους ορθογωνικούς ογκόλιθους, που αποτελούσαν τη συνέχεια του περιβόλου του Π. Στα άκρα οι λιμενοβραχίονες ενισχύονταν με μεγάλους τετραγωνικούς πύργους, πλευράς 11 μ., που άφηναν μεταξύ τους μια είσοδο πλάτους 37 μ. Το λιμάνι αυτό χρησίμευε ως πολεμικός ναύσταθμος και περιλάμβανε 82 νεωσοίκους, δηλαδή ειδικά κτίρια για τη στέγαση των πλοίων. Από τα ερείπια που βρέθηκαν στη παραλία ξέρουμε ότι οι νεώσοικοι είχαν πλάτος 6,50 μ.
Λιμάνι Ζέας: Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ζέα ή Ζεία και ταυτίζεται ασφαλώς με το σημερινό Πασαλιμάνι. Έχει σχήμα κυκλικό με διάμετρο 450 μ. και στη νότια πλευρά του υπάρχει ένας ευρύχωρος προλιμένας, πλάτους περίπου 180 μ. και μήκους 200 μ.. Στο εσωτερικό μέρος του προλιμένα δύο μεγάλοι τετραγωνικοί πύργοι, που συνδέονταν με το τείχος που περιέβαλλε την ακτή της χερσονήσου, σχημάτιζαν την είσοδο, όπως ακριβώς και στο λιμάνι της Μουνιχίας. Η Ζέα ήταν το δεύτερο σε μέγεθος λιμάνι του Π. και ο κυριότερος πολεμικός ναύσταθμος. Περιλάμβανε 196 νεωσοίκους τοποθετημένους κατά μήκος της παραλίας, της οποίας το ανάπτυγμα έφτανε τα 1.120 μ. Επειδή ο χώρος είναι περιορισμένος για την τοποθέτηση 196 νεωσοίκων πλάτους 6,50 μ., θα πρέπει να υποθέσουμε ότι πολλοί από αυτούς στέγαζαν δύο πλοία και ότι αποτελούσαν ιδιαίτερη ομάδα, που πρέπει να ταυτιστεί με τους ομοτεγείς νεωσοίκους, που αναφέρονται στην επιγραφή της Σκευοθήκης του Φίλωνα. Πιθανόν οι νεώσοικοι αυτοί να βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά του λιμανιού, όπου υπάρχει χώρος για την τοποθέτηση νεωσοίκων μεγαλύτερου μήκους και όπου τοποθετείται και η Σκευοθήκη του Φίλωνα, η οποία, όπως γνωρίζουμε από τη σχετική επιγραφή, βρισκόταν κοντά στους ομοτεγείς νεωσοίκους. Κατά καιρούς έχουν βρεθεί πολλά λείψανα νεωσοίκων και έχει αποκατασταθεί με μεγάλη ακρίβεια η μορφή τους, καλύτερα όμως έχει μελετηθεί ένα συγκρότημα από 20, που ανασκάφηκε το 1885 από την Αρχαιολογική Eταιρεία στα BA του λιμανιού. Όλοι κατέληγαν σε έναν πώρινο τοίχο πάχους 0,75 μ., που απείχε 37 μ. από τη θάλασσα και αποτελούσε τον περίβολο που έκλεινε και εξασφάλιζε ολόκληρο το λιμάνι από την πλευρά της στεριάς. Από τον περίβολο αυτό ξεκινούσαν κάθετα προς τη θάλασσα και σε απόσταση 6,50 μ. σειρές κιόνων, που χρησίμευαν για τη στήριξη της στέγης των νεωσοίκων. Μεταξύ των κιόνων και σε όλο το μήκος υπήρχαν κτιστά βάθρα, πλάτους 3 μ., με κλίση προς τη θάλασσα και αύλακα για την υποδοχή της τρόπιδας, επί των οποίων ανασύρονταν τα πλοία. Η έκταση του πολεμικού λιμανιού εκτός από τον περίβολο οριζόταν και από μαρμάρινα ορόσημα με την επιγραφή «όρμου δημοσίου όρος». Ένας από τους όρους αυτούς βρέθηκε στην αρχική του θέση στη νότια πλευρά της Ζέας, κοντά στη θάλασσα. Στον κλειστό αυτό χώρο του λιμανιού υπήρχαν, εκτός από τους νεωσοίκους, και κτίρια για την παραμονή των πληρωμάτων και για τη φύλαξη των διαφόρων εξαρτημάτων των πλοίων. Σε επιγραφές αναφέρονται επίσης ένα κτίριο για τις άγκυρες και τις αλυσίδες, η αρχαία σκευοθήκη και οι ξύλινες σκευοθήκες. Το κυριότερο όμως κτίριο της περιοχής ήταν η μεγάλη νέα Σκευοθήκη, που χτίστηκε το 447-46 π.Χ. από τον αρχιτέκτονα Φίλωνα, και θα πρέπει να βρισκόταν βόρεια και κοντά στο λιμάνι της Ζέας, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τη θέση όπου βρέθηκε η επιγραφή με τη συγγραφή των υποχρεώσεων της κατασκευής της και από τις πληροφορίες που μας δίνει η ίδια επιγραφή σχετικά με τη θέση της: «σκευοθήκην οικοδομήσαι τοις κρεμαστοίς σκεύεσιν εν Ζεία αρξάμενον από του προπυλαίου του εξ αγοράς προσιόντι εκ του όπισθεν των νεωσοίκων των ομοτεγών». Η Σκευοθήκη ήταν ένα επίμηκες οικοδόμημα, μήκους 400 ποδών (133 ή 118 μ.) και πλάτους 55 (18 ή 16 μ.) και στο εσωτερικό χωριζόταν σε τρία κλίτη με δύο σειρές ιωνικών κιόνων. Το μεσαίο κλίτος χρησίμευε ως διάδρομος, ενώ τα πλευρικά είχαν δύο ορόφους και χρησίμευαν για τη φύλαξη των εξαρτημάτων των πλοίων.
Λιμάνι Κανθάρου: Είναι το μεγαλύτερο από τα τρία λιμάνια και ταυτίζεται με τον κεντρικό λιμένα του Π. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστό με τις ονομασίες Μέγας Λιμήν ή Μέγιστος Λιμήν, αλλά λεγόταν και Κάνθαρος και Κανθάρου Λιμήν, από το σχήμα του, που έμοιαζε με το αρχαίο αγγείο κάνθαρος. Σήμερα η μορφή του έχει αλλάξει από τα έργα που έγιναν και φαίνεται σαν ένα μεγάλο ακανόνιστο τετράπλευρο, διαστάσεων 1.000 x 750 μ. Το στόμιό του σχηματίζεται από δύο χαμηλές ακτές, του Αλκίμου δεξιά και της Ηετιωνείας αριστερά. Στα δύο αυτά σημεία περνούσαν τα τείχη του Π. και, όπως και στα άλλα λιμάνια, κατέληγαν σε δύο μεγάλους πύργους, που περιόριζαν το άνοιγμα της εισόδου και το έκλειναν με χονδρές αλυσίδες. Στα N απλώνεται ο ευρύχωρος σημερινός προλιμένας του Π., ενώ στο βάθος του Κανθάρου, στη βόρεια πλευρά του, υπάρχει ένα δεύτερο μικρότερο λιμάνι, που γενικά ταυτίζεται με τον Κωφό λιμένα ή τον λιμένα των Αλών, όπως το έλεγαν οι αρχαίοι. Η έκταση του Κωφού λιμένα δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί γιατί οι νέες εγκαταστάσεις άλλαξαν πολύ την αρχική του μορφή. Το λιμάνι αυτό, που είχε ένα φυσικό πρόχωμα στην είσοδό του, φαίνεται ότι σιγά σιγά αρχηστεύτηκε από τις συνεχιζόμενες προσχώσεις και, όταν χτίστηκε από τον Κόνωνα το νέο τείχος, έμεινε έξω από την οχύρωση και χρησίμευε απλώς ως εμπόδιο σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης από το μέρος αυτό.
Μια ιδέα της αρχικής μορφής του Κανθάρου μας δίνουν τα παλιά σχέδια του Π. που έγιναν από τους Stuart, Leake και Schaubert. Σε αυτά βλέπουμε ότι, εκτός από το πρόχωμα στην είσοδο του Κωφού λιμένα, υπήρχαν και άλλα προχώματα στη σημερινή ακτή Μιαούλη, που πρέπει να ταυτιστούν με «το διαμέσου χώμα, το χώμα και το διάζευγμα», γνωστά από τις φιλολογικές μαρτυρίες. Τα δύο πρώτα αναφέρονται μαζί με το νεότερο τείχος και φαίνεται ότι ανήκαν στις εγκαταστάσεις της βορειοανατολικής γωνίας του Κανθάρου, στη θέση δηλαδή όπου ήταν το Δημαρχείο με το Ρολόι. Το διάζευγμα, που χρησίμευε για την εξευπηρέτηση του εμπορίου, θα πρέπει να ταυτιστεί με την προεξοχή της παραλίας στη μέση της Ακτής Μιαούλη. Από τις φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι ο Κάνθαρος περιλάβαινε το Aφροδίσιον, το Εμπόριον με τις πέντε μεγάλες στοές και τα νεώρια. Όσον αφορά το Αφροδίσιον, όλοι οι μελετητές συμφωνούν ότι βρισκόταν στη δυτική πλευρά του Κανθάρου, στη χερσόνησο της Ηετιωνείας, και το Εμπόριον με τις στοές το τοποθετούν απέναντι στην ανατολική πλευρά του λιμανιού, στην Ακτή Μιαούλη. Ο αρχαίοι συγγραφείς δεν αναφέρουν τίποτε για τη μορφή και την έκταση του Εμπορίου, το μόνο βέβαιο είναι ότι αποτελούσε μια εντελώς κλειστή περιοχή, τα όρια της οποίας τα προσδιόριζαν δύο όροι με την επιγραφή «πορθμείων όρμου όρος», που βρέθηκαν στην αρχική τους θέση κοντά στη θάλασσα. Ο ένας βρέθηκε στην προεξοχή κοντά στο Δημαρχείο, στο χώμα, και ο άλλος στην ακτή όπου είναι χτισμένο το Τελωνείο. Εκτός από τα σταθερά αυτά σημεία, που μας καθορίζουν την έκταση του Εμπορίου στην πλευρά της παραλίας, υπάρχουν και άλλα, που μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε με μεγάλη ακρίβεια τα όριά του προς το μέρος της ξηράς. Ανατολικά του τελωνείου και 250 μ. από τον όρο που βρέθηκε εκεί, σώθηκε στην αρχική του θέση ένας άλλος όρος με την επιγραφή: «από τήσδε της οδού το προς του λιμένος άπαν δημόσιον έστι». Πραγματικά, κατά μήκος ενός αρχαίου δρόμου, που τοποθετείται εδώ, βρέθηκε η νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου, που περιόριζε το Εμπόριον. Ο τοίχος αυτός όριζε ασφαλώς την ανατολική πλευρά του δημοσίου χώρου του Εμπορίου, οι διαστάσεις του οποίου ήταν 900 x 250 μ. Ακριβώς προς τα B του τελευταίου αυτού όρου και σε απόσταση περίπου 110 μ. βρέθηκε στις ανασκαφές του 1886 το βόρειο τέρμα μιας στοάς, που θα πρέπει να ανήκε στη νοτιότερη από τις πέντε στοές του Εμπορίου. Η στοά, πλάτους 15,50 μ., είχε μια κιονοστοιχία στην πρόσοψή της προς τη θάλασσα και στο βάθος μια σειρά από δωμάτια. Μόνο για δύο από τις άλλες στοές, δηλαδή για το Δείγμα και τη Μακρά Στοά, μπορούμε να έχουμε μια ιδέα του προορισμού τους. Η πρώτη φαίνεται ότι ήταν ένα είδος αγοράς και χρηματιστηρίου για τους ντόπιους και ξένους εμπόρους και πιθανόν να βρισκόταν στη μέση της παραλίας, πίσω από το διάζευγμα. Η δεύτερη πρέπει να ταυτιστεί με την Αλφιτόπωλιν, τη σπουδαιότερη σιταποθήκη του Π., που πρέπει να τοποθετηθεί στη βορειοανατολική γωνία του Κανθάρου, στη βόρεια πλευρά του Εμπορίου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων, στα A της Μακράς Στοάς θα πρέπει να τοποθετήσουμε την άλλη αγορά της πόλης, την Ιπποδάμειο. Με το Εμπόριον και το Αφροδίσιον συμπληρώνεται όλος ο εσωτερικός κύκλος του μεγάλου λιμανιού. Για τα νεώρια, τα οποία αναφέρει ο τοπογράφος Μενεκλής, παραμένει μόνο η ακτή κοντά στην είσοδο του λιμανιού. Τα νεώρια περλάμβαναν διάφορες ναυτικές εγκαταστάσεις, 94 νεωσοίκους, ναυπηγεία και εργαστήρια. Αλλά η λέξη νεώριο φαίνεται ότι σήμαινε κυρίως τα ναυπηγεία και, αν οι νεώσοικοι βρίσκονταν δεξιά από την είσοδο του λιμανιού, σύμφωνα με τα λείψανα που βρέθηκαν εκεί και που τα σημειώνει στο σχέδιό του ο Schaubert τα ναυπηγεία θα πρέπει να τοποθετηθούν στη Ηετιωνεία, όπου η περιοχή είναι κατάλληλη για τέτοιες εγκαταστάσεις και όπου βρέθηκαν και σχετικά λείψανα.
Η πόλη. Η περιοχή, που περιλαβαινόταν μέσα στα τείχη του Π., είχε έκταση 5.130.000 τ.μ. Τα λιμάνια κάλυπταν τα 1.000.000 τ.μ., οι λόφοι, τα λατομεία και τα έρημα της πόλης τα 1.730.000 τ.μ. και ο οικισμός τα υπόλοιπα 2.400.000 τ.μ. Για το τελευταίο αυτό τμήμα, που περλάμβανε τους δρόμους, τις πλατείες, τα δημόσια κτίρια, τις λιμενικές εγκαταστάσεις και τα σπίτια, σχεδόν τίποτε δεν είναι γνωστό, γιατί ποτέ στον Π. δεν έγιναν συστηματικές ανασκαφές. Μόνο από τα λίγα τυχαία ευρήματα, που ήρθαν στο φως με την ευκαιρία της οικοδομής νέων σπιτιών, και από τις φιλολογικές μαρτυρίες που σώθηκαν είναι δυνατόν να σχηματίσουμε μια ιδέα για τη σπουδαία αυτή πόλη. Ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος εφάρμοσε στον Π. το γνωστό ρυμοτομικό σχέδιο με παράλληλους και κάθετους δρόμους. Κυρίως όμως οφείλεται σε αυτόν η οργάνωση των εμπορικών και πολεμικών λιμανιών και η δημιουργία μιας σύγχρονης πόλης από άποψη κυκλοφορίας και κατανομής στον ελεύθερο χώρο των διαφόρων λειτουργιών και εγκαταστάσεων, όπως ναυστάθμων, αγορών, ιερών, δημόσιων κτιρίων, ιδιωτικών κατοικιών κλπ. Το νέο σχέδιο φαίνεται ότι χαράχτηκε επιτόπου από τον ίδιο τον Ιππόδαμο και ότι στα επίκαιρα σημεία τοποθετήθηκαν ορόσημα, δηλαδή μαρμάρινες ενεπίγραφες στήλες με τις ονομασίες των χώρων που όριζαν. Πολλοί από αυτούς τους όρους βρέθηκαν, και μάλιστα ορισμένοι στην αρχική τους θέση, και αποτελούν σήμερα τα μόνα σταθερά σημεία για την εξακρίβωση της τοπογραφίας της αρχαίας πόλης. Σχετικά με τους δρόμους και τη διάταξη του ρυμοτομικού σχεδίου, τα μόνα βέβαια λείψανα είναι ένα σταυροδρόμι, που βρέθηκε στη βορειοδυτική γωνία της σημερινής πλατείας Κοραή. Ο ένας από τους δρόμους έχει κατεύθυνση από τα N προς τα B και παρεκκλίνει ελάχιστα προς τα Δ από την κατεύθυνση των σημερινών δρόμων. Παράλληλα και σε απόσταση περίπου 100 μ. Από αυτόν είναι γνωστή η θέση ενός άλλου δρόμου, που καθόριζε τα ανατολικά όρια του Εμπορίου και οδηγούσε προς τα B της πύλης του Άστεως. Τέλος, ένας τρίτος δρόμος, που συμπίπτει με την οδό Κουντουριώτου, παράλληλος με τους προηγούμενος, αποτελούσε το όριο της Μουνιχίας και οδηγούσε από το λιμάνι της Ζέας σε μια άλλη πύλη προς τα B. Από τις φιλολογικές μαρτυρίες ξέρουμε ότι υπήρχε και ένας κάθετος δρόμος, πλάτους 30-40 μ., η Πομπική οδός, που οδηγούσε από την Ιπποδάμεια Αγορά στον ναό της Άρτεμης Μουνιχίας. Ένας άλλος κάθετος δρόμος είναι αυτός που, μαζί με τον πρώτο παράλληλο δρόμο που αναφέραμε, σχηματίζει το σταυροδρόμι που βρέθηκε στη βορειοδυτική γωνία της πλατείας Κοραή. Από τη διάταξη των δρόμων και σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία, η θέση της Ιπποδάμειας Αγοράς εντοπίζεται στο άλλο άκρο, A του Κανθάρου και της Μακράς Στοάς, ανάμεσα στους δύο κάθετους δρόμους, κοντά στο λιμάνι της Ζέας. Στην Ιπποδάμεια Αγορά θα πρέπει να βρισκόταν ο περίβολος της Εστίας και, από τα δημόσια κτίρια, το Αγορανομείον, το Βουλευτήριον και το Στρατηγείον. Για τα περισσότερα από τα ιερά του Π., δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Για ορισμένα από αυτά μπορούμε τουλάχιστον να εντοπίσουμε τη θέση τους από τα σχετικά ευρήματα, που τυχαία ήρθαν στο φως. Από τις ανασκαφές του I. Θρεψιάδη στη χερσόνησο της Μουνιχίας βεβαιώθηκε η θέση του ιερού της ΄Αρτεμης Μουνιχίας, ο βωμός ή ναός της Φωσφόρου και το τέμενος του ήρωά του Μουνίχου. Δυστυχώς, παρά τα σημαντικά και σε καλή κατάσταση αποκαλυφθέντα ερείπια ολόκληρου του συγκροτήματος του ιερού και τα πλούσια κινητά ευρήματα, που επέτρεψαν την ασφαλή ταύτισή του, ο χώρος καλύφθηκε ολοκληρωτικά από τα κτίρια και τις εγκαταστάσεις του Ναυτικού Ομίλου, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των αρχαιολόγων. Έτσι χάθηκε για τον Π. η περιοχή αυτή, που μπορούσε να αποτελέσει τον μόνο οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο της πόλης. Η Πομπική οδός με κατεύθυνση από τα Δ προς τα Δ κατέληγε στο ιερό της Μουνιχίας Άρτεμης και στο Βενδίδειον, ένα άλλο ιερό, για το οποίο καθιερώθηκε ειδική λατρεία στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Κοντά στην Πομπική οδό και προς τα B της Ζέας βρισκόταν το Ασκληπιείον, απ’ όπου προέρχονται πολλά αναθηματικά ανάγλυφα και επιγραφές. Στην περιοχή αυτή επίσης, μεταξύ της Μουνιχίας και της Ζέας, εκεί όπου σχηματίζεται ένα κολπίσκος, τοποθετείται η Φρεαττύς και το ομώνυμο Δικαστήριο, που δίκαζε τους κατηγορουμένους για φόνο. Εκεί κοντά στην παραλία βρέθηκαν επίσης πολλές κόγχες και αναθηματικές επιγραφές, από τις οποίες μαθαίνουμε ότι εδώ λατρευόταν ο Δίας Μειλίχιος, ο Φίλιος και η Αγαθή Τύχη. Στη περιοχή αυτή πρέπει να τοποθετηθεί και το ιερό του ήρωα Σηράγγου. Το τελευταίο ταυτίζεται με το λαξευμένο στο βράχο βαλανείο, το Σηράγγειον, που βρίσκεται στη θέση όπου υπήρχε άλλοτε η ταβέρνα «Σπηλιά του Παρασκευά». Από τη στρώση του δαπέδου του σώζεται ωραιότατο ψηφιδωτό με παράσταση από τον μύθο του Γλαύκου και της Σκύλλας. Ακαθόριστη παραμένει επίσης και η θέση του ιερού του Δία Σωτήρα και της Αθηνάς Σωτήρας, το Δισωτήριον, όπως το έλεγαν, που από τον 5o αι. π.Χ. ήταν το σπουδαιότερο θρησκευτικό κέντρο της πόλης. Τον 4o αι. π.Χ. του έγινε μια γενική επισκευή. Γενικά το τοποθετούν στην περιοχή της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας και ίσως να μην είναι άσχετα με αυτό το ιερό και τα αγάλματα που βρέθηκαν το 1959 πολύ κοντά στη γωνία των οδών Φίλωνα και Γεωργίου A’. Εντελώς άγνωστη είναι και η θέση του Μητρώου, που πολλοί θέλησαν να το τοποθετήσουν στη μέση της βόρειας πλευράς της Ακτής, όπως και πολλών άλλων ιερών, που μας είναι γνωστά από τους αρχαίους συγγραφείς. Οι φιλολογικές μαρτυρίες συνδέουν μεταξύ τους δύο σημεία, το ακρωτήριο του Αλκίμου και τον τάφο του Θεμιστοκλή, που βρίσκονται στη δυτική παραλία της Ακτής. Συνήθως ονομάζουν Άλκιμον την παραλία κοντά στην είσοδο του κεντρικού λιμανιού, και τον τάφο του Θεμιστοκλή τον ταυτίζουν με τη μεγάλη ορθογωνική βάση που βρίσκεται ακριβώς στη θέση όπου αρχίζει ο ανατολικός βραχίονας του προλιμένα. Στη θέση αυτή διατηρούνται λείψανα ενός αρχαίου φάρου, στον οποίο αντιστοιχεί ένας άλλος παρόμοιος στην απέναντι ακτή του προλιμένα. Μεταξύ των οικοδομημάτων του Π. περιλαμβάνεται και το θέατρο, που βρέθηκε πριν από πολλά χρόνια στη δυτική πλευρά του λόφου της Μουνιχίας. Συνήθως χαρακτηρίζεται ως το «αρχαίον θέατρον», δυστυχώς όμως τίποτε δεν είναι γνωστό για τη μορφή του, γιατί αμέσως μετά την αποκάλυψή του σκεπάστηκε και χτίστηκαν σπίτια στη θέση του. Το 1880, στις ανασκαφές που έγιναν στη δυτική παραλία της Ζέας, βρέθηκε ένα δεύτερο θέατρο, που χρονολογείται στον 2o αι. π.Χ. Ερείπιά του σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση και, εκτός από τα τείχη του αρχαίου περιβόλου της πόλης, είναι τα μόνα αξιόλογα ερείπια που μπορεί να δει ο σημερινός επισκέπτης του Π. Κοντά στο θέατρο χτίστηκε και το Μουσείο, που περιλαμβάνει ένα μέρος μόνο από τα ευρήματα του Π., γιατί τα περισσότερα από αυτά είναι εκτεθειμένα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών.
Δημιουργία της νέας πόλης. Ο Π., παρά το γεγονός ότι στην κλασική εποχή έφτασε σε μεγάλη ακμή και αποτέλεσε για πολλά χρόνια το πρώτο λιμάνι της Μεσογείου, δεν κατόρθωσε ποτέ να έχει δική του ζωή, αλλά ακολουθούσε πάντοτε την ιστορία και τις τύχες των Αθηνών. Μετά τη συστηματική καταστροφή του από τον Σύλλα το 86 π.Χ. έχασε τη σημασία του και σιγά σιγά αχρηστεύτηκε. Σε αυτό συνετέλεσε πολύ η ανάδειξη άλλων λιμανιών στη Μεσόγειο από τους Ρωμαίους, αλλά κυρίως το γεγονός ότι μετά την καταστροφή των οχυρώσεών του δεν πρόσφερε πια καμιά ασφάλεια στους ναυτιλλομένους και στους εμπόρους. Από τα τελευταία ρωμαϊκά χρόνια έως και την Απελευθέρωση, ο Π. ήταν έρημος και χρησίμευε μόνο για ορμητήριο στα πειρατικά πλοία που λυμαίνονταν την περιοχή. Οι περιηγητές και οι γεωγράφοι που πέρασαν από τον Π. στα χρόνια της τουρκοκρατίας δίνουν διαφορετικές πληροφορίες για τα αρχαία ερείπια, όλοι όμως τονίζουν ιδιαίτερα την εντύπωση που τους έκανε η ερήμωση της χώρας και των λιμανιών της. Στα τελευταία χρόνια της εποχής αυτής οι μόνοι κάτοικοι του Π. ήταν οι δύο φύλακες του Πύργου, από όπου ειδοποιούσαν το Κάστρο των Αθηνών όταν εμφανίζονταν εχθρικά πλοία, ο Τούρκος τελώνης, δέκα καλόγεροι στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα και ο έμπορος Καϊράκ. Τα σπίτια όπου έμεναν ήταν συγκεντρωμένα στη βορειοανατολική γωνία του μεγάλου λιμανιού, κοντά στο Μοναστήρι, στη θέση του οποίου υψώνεται σήμερα η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Το 1832, όταν έφτασε στην πόλη ο Γερμανός αρχαιολόγος L. Ross, το περίφημο λιμάνι, όπως γράφει, ήταν ακόμα έρημο, το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα εντελώς καταστρεμμένο και σε δώδεκα ξύλινες καλύβες έμεναν με τις οικογένειές τους οι υπάλληλοι του τελωνείου, μερικοί καφετζήδες και οι αγωγιάτες. Αμάξια και κάρα δεν υπήρχαν ακόμα, όπως άλλωσε και σε ολόκληρη την Ελλάδα, και οι ταξιδιώτες για να φτάσουν στην Αθήνα χρησιμοποιούσαν άλογα και για τις αποσκευές τους καμήλες. Η ανοικοδόμηση του Π. και η γρήγορη εξέλιξή του σε μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας συμπίπτει και πάλι με την ανάπτυξη της πόλης των Αθηνών και την καθιέρωσή της ως πρωτεύουσας του νέου ελληνικού κράτους.
Το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο του Π. οφείλεται στους αρχιτέκτονες Στ. Κλεάνθη και Ε. Shcaubert, που συνέταξαν και το σχέδιο των Αθηνών. Δυστυχώς, το πρωτότυπο σχέδιο δεν έχει βρεθεί και έτσι μόνο μια ιδέα της γενικής σύνθεσης μπορούμε να έχουμε από τον χάρτη που δημοσίευσε ο Aldenhoven το 1837. Οι δύο αρχιτέκτονες, όπως και ο Ιππόδαμος στην αρχαιότητα, είχαν την τύχη να δημιουργήσουν μια νέα πόλη σε εντελώς ελεύθερo χώρο. Στη χάραξη του σχεδίου ακολούθησαν κι αυτοί το ορθογωνικό σύστημα με παράλληλους και κάθετους δρόμους, αλλά χώρισαν την πόλη σε δυο τμήματα, που τα ένωνε ένα οξυκόρυφο Δέλτα στη βορειοανατολική γωνία του μεγάλου λιμανιού. Στην κορυφή του Δέλτα κατέληγε ο δρόμος που συνέδεε την Αθήνα με τον Π. (η σημερινή οδός Πειραιώς) και τις πλευρές του σχημάτιζαν οι σημερινές οδοί Εθνικής Αντίστασης και Γούναρη. Το σχέδιο όμως εφαρμόστηκε μόνο στο τμήμα στα A του λιμανιού, που αποτέλεσε και τον πυρήνα της σημερινής πόλης, ενώ στην περιοχή της B του λιμανιού, που προβλεπόταν να χτιστεί μετά το γέμισμα του Κωφού λιμένα, της Λίμνης όπως τον έλεγαν τότε, δεν πραγματοποιήθηκε. Οι δύο αρχιτέκτονες υπέβαλαν το σχέδιό τους στην Αντιβασιλεία, η οποία πριν από την έγκριση ζήτησε τη γνώμη του Λ. φον Κλέντσε, αρχιτέκτονα και μυστικοσυμβούλου του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου. Στη 1 Αυγούστου του 1834, ο Κλέντσε υπέβαλε το σχέδιο στην Αντιβασιλεία για την τελική έγκριση, αφού προηγούμενα έκανε ορισμένες τροποποιήσεις και διορθώσεις, όπως γράφει ο ίδιος στο βιβλίο που δημοσίευσε το 1838 με παρατηρήσεις από το ταξίδι του στην Ελλάδα. Το 1835 ο Π. έγινε δήμος και συγχρόνως άρχισε η εφαρμογή του σχεδίου και η κατασκευή των πρώτων λιμενικών εγκαταστάσεων. Την ίδια εποχή έφτασαν στον Π. για μόνιμη εγκατάσταση οικογένειες από όλα τα μέρη της Ελλάδας, κυρίως όμως από τα νησιά, και ιδιαίτερα από την Ύδρα και τη Χίο και έχτισαν δικές τους συνοικίες, τα Υδραίικα, τα Χιώτικα και μια τρίτη συνοικία για τους κατοίκους που προέρχονταν από την υπόλοιπη χώρα. Σύμφωνα με επίσημη απογραφή, το 1841 οι κάτοικοι ήταν 2.611 και 500 σπίτια, το 1866 ο αριθμός τους ανέβηκε στις 7.500 και το 1895 έφτασε τις 50.200.
Η ανοικοδόμηση του Π. έγινε με πολύ γρήγορο ρυθμό και η νέα πόλη στολίστηκε με ωραία δημόσια και ιδιωτικά κτίρια. Το Τελωνείο (1835) και μια σειρά αποθηκών ήταν από τα πρώτα δημόσια κτίρια που οικοδομήθηκαν στον Π. Το 1845-46 χτίστηκε με δωρεά της οικογένειας των Ιωνιδών το πρώτο ελληνικό σχολείο στην πλατεία Κοραή και το 1856 το Ράλλειο Παρθεναγωγείο. Ένα χρόνο αργότερα άρχισε η οικοδομή του πρώτου Δημαρχείου και το 1863 ήταν έτοιμη και η Δημοτική Αγορά. Από τη χρονική περίοδο 1869-1900 προέρχεται μια σειρά σημαντικών δημοσίων κτιρίων, όπως το Χρηματιστήριο, το Ζάννειο Νοσοκομείο, το Ζάννειο Ορφανοτροφείο, το Ρωμανίδειο Γηροκομείο, το Δημοτικό θέατρο και το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο. Από τις πρώτες εκκλησίες του Π. αξίζει να αναφέρουμε τον Άγιο Σπυρίδωνα, την Αγία Τριάδα, τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Κωνσταντίνο και την καθολική εκκλησία του Αποστόλου Παύλου.
Για τη δημιουργία της νέας πόλης του Π. εργάστηκαν πολλοί και άξιοι αρχιτέκτονες, αλλά, εκτός από τους Σταμάτη Κλεάνθη, Ε. Schaubert, Δ. Τριγγέτα, Ε. Τσίλερ και I. Λαζαρίμο, οι περισσότεροι μένουν, προς το παρόν τουλάχιστον άγνωστοι.
Πανοραμική φωτογραφία του Πειραιά και της Αθήνας. Στο βάθος διακρίνεται ο Λυκαβηττός και πιο πίσω η Πεντέλη.
Το Χατζηκυριάκειο ορφανοτροφείο.
Το κτίριο του Δημαρχείου στο κέντρο του Πειραιά.
Οι αρχιτέκτονες που φιλοτέχνησαν το πρώτο σχέδιο του Πειραιά προέβλεπαν και την οικοδομή ανακτόρων στην περιοχή της πόλης, όπως ξέρουμε από το Λ. φον Κλένζε. Το 1876 ο Δήμος Πειραιά παραχώρησε στο βασιλιά Γεώργιο Α’ μια έκταση εκατόν εβδομήντα στρεμμάτων στη δεξιά παραλία του προλιμένα για την οικοδόμηση θερινού ανάκτορου. Το 1888 ο Θεόφιλος Χάνσεν έκανε τα σχέδια για τα ανάκτορα του Πειραιά, τα οποία όμως τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν. Στην περιοχή όπου προβλέπονταν τα ανάκτορα χτίστηκε μόνο ένα μικρό ξύλινο περίπτερο, που σώζεται ως σήμερα.
Το εσωτερικό του σπιτιού της φωτογραφίας 3.
Παλιό σπίτι του Πειραιά, που έχτισε ο Τσίλερ το 1895.
Αποθήκες στη γωνία των οδών Ευπλοίας και Αγίου Νικολάου. Από τα ωραιότερα κτίρια του Πειραιά, αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της εποχής του νεοκλασικισμού.
Η εσωτερική, με στοές, αυλή του Χατζηκυριάκειου ορφανοτροφείου, που χτιζόταν από το 1889 έως 10 1903.
Κτίρια και εργοστάσιο, έργα επίσης του Τσίλλερ σε παλιά φωτογραφία της συλλογής Γιάννη Τσαρούχη.
Υδατογραφία του 19ου αιώνα που απεικονίζει την οδό Φίλωνος, όπου βρισκόταν το σπίτι του Φεραλνδη, στο οποίο στεγάστηκε η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων από το 1837-94 (Πειραιάς, Δημοτική Βιβλιοθήκη).
Ο Πειραιάς και το λιμάνι του το 1876-1877, σχέδιο του Τζ. Άλτεν.
Παλιά φωτογραφία της Ζέας από το λόφο της Καστέλας (1896).
Παλιό σπίτι του Πειραιά που έχτισε ο Τσίλλερ το 1895.
Άποψη του τελωνείου και άλλων εγκαταστάσεων του λιμανιού του Πειραιά. («L’Illustration», 1867).
Γενική άποψη των ερειπίων του θεάτρου της Ζέας. Χτίστηκε περί το 150 π.Χ. και η διάμετρος της ορχήστρας του είναι 23,44 μ., ενώ του κοίλου 32,60 μ. Η σκηνή, με προεξέχοντα παρασκήνια, έχει, όπως και η ορχήστρα, μεγάλη ομοιότητα με τη διάταξη του Διονυσιακού θεάτρου της Αθήνας.
Χαρακτηριστικές στοές καταστημάτων και αποθηκών στην πλατεία Μιαούλη, κοντά στον Άγιο Νικόλαο.
Η κεντρική διακόσμηση με κεφαλή Μέδουσας από ψηφιδωτό δάπεδο μεγάλου δωματίου, διαστάσεων 6 x 8 μ., που ανήκε σε λουτρό ή έπαυλη. Βρέθηκε το 1892 στη δυτική παραλία της Ζέας.
Ο «Λέων του Πειραιώς», στον οποίο οφείλεται η ονομασία του λιμανιού ως Porto Leone (italics) και Porto Drago (italics). Το 1687 μεταφέρθηκε από το Μοροζίνι στη Βενετία.
Το Πασαλιμάνι και το λιμάνι της Ζέας (φωτ. ΑΠΕ)
Το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο του Πειραιά, που είχαν συντάξει οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ το 1834. Ανασχεδίαση I. Τραυλού από το χάρτη του F. Aldenhoven, του 1837, ο οποίος διάσωσε τις ονομασίες των δημόσιων κτιρίων που προβλέπονταν καθώς και των αρχαιοτήτων: 1) & 2) ερείπια αρχαίων θεάτρων 3) τάφος Θεμιστοκλή- 4) αρχαίοι τάφοι· 5) ερείπια αρχαία τείχη που σώζονταν τότε· 6) ερείπια αρχαίου φρουρίου- 70 τελωνείο· 8) στρατιωτική σχολή· 9) λοιμοκαθαρτήριο·10) στρατώνας· 11) νοσοκομείο· 12) σφαγεία· 13) θαλάσσια λουτρά· 14) ναυτική σχολή·15) αγορά· 16) θέατρο· 17) χρηματιστήριο·18) σχολείο· 19) δημαρχείο· 20) βιβλιοθήκη·21) νεκροταφείο.
τμήμα του Βόρειου Μακρού Τείχους, που έχτισε ο Κίμων το 370 π.Χ. Βρέθηκε το 1972 στην οδό Πειραιώς, κάτω από το κατάστρωμα του δρόμου, απέναντι από την οδό Καραολή - Δημητρίου και έχει πάχος 3,90 μ. στη διάρκεια ανασκαφών της Β’ Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων. Η φωτογραφία είναι ενδεικτική της αρτιότητας της κατασκευής του.
Το κεντρικό λιμάνι του Πειραιά με τη φρεγάτα «Ελλάς» και τα άλλα πλοία, κατά το βομβαρδισμό, τον Απρίλιο 1827, της μονής του Αγίου Σπυρίδωνα, όπου ήταν οχυρωμένοι οι Τούρκοι. Η χαλκογραφία αυτή του 1827 είναι έργο του Γερμανού καλλιτέχνη Κ. Κραζάισεν.
Ανάγλυφη πλάκα διαστάσεων 1,29 x 0,93 μ., με παράσταση αμαζονομαχίας. Αντίγραφο του 2oυ μ.Χ. αιώνα από την ανάγλυφη σύνθεση, που κοσμούσε την ασπίδα του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου, του Φειδία. Βρέθηκε στις εργασίες εκβάθυνσης του λιμανιού των Αλών το 1930-31, μπροστά από το μέγαρο Τυπάλδου (Πειραιάς, Αρχαιολογικό Μουσείο).
Αναθηματικό ανάγλυφο, διαστάσεων 0,77 x 0,42 μ., με παράσταση θεραπείας ασθενούς από τον Ασκληπιό. Χρονολογείται γύρω στο 400 π.χ.. και βρέθηκε μαζί με πολλά άλλα αναθηματικά ανάγλυφα κοντά στο τότε θέατρο Τσόχα, στη θέση όπου εντοπίζεται το Ασκληπιείο.
Γενική άποψη των κατάλοιπων του νέου τείχους, που έχτισε ο Κόνων το 394 π.Χ. στην παραλία της χερσονήσου του Πειραιά.
Λεπτομέρεια ενός πύργου του. Με το τείχος αυτό, τα ερείπια του οποίου σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, η έκταση της πόλης μεγάλωσε, γιατί στο νέο περίβολο περικλειόταν ολόκληρη η Ακτή, όπως αποκαλούσαν στην αρχαιότητα τη μεγάλη χερσόνησο του Πειραιά.
Αναθηματικό ανάγλυφο, 0,30 x 0,50 μ., του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα, με την επιγραφή: «Αγαθεί θεώ Πυθόνικος ευξάμενος ανέθηκεν». Βρέθηκε στην περιοχή του Ασκληπιείου της αρχαίας πόλης.
Αρχαιολογικός χάρτης (με κόκκινο) του Πειραιά σε σχέση με τη σημερινή πόλη. 1) Ναός Μουνιχίτας Αρτέμιος, 2) Σηράγγεο, 3) Ασκληπιείο, 4) Σκευοθήκη του Φίλωνα, 5) Πρόπυλο, 6) Ιερό Διονυσιαστών, 7) Ιερό Δία Σωτήρα και Αθηνάς Σωτήρας, 8) Μακρά Στοά, 9) Δείγμα, 10) Ερείπια Στοάς, 11) Όρος Εμπορίου, 12) Θέατρο Ζέας, 13) Θέατρο Μουνιχίας, 14) Όρος Μουνιχίας, 15) Τάφος Θεμιστοκλή, 16), 17) Φάρος, 18) Πύλη Ηετιωνείας, 19) Πιθτινόν πύλη και τάφρος, 20) Πύλη.
Γενική άποψη του Κανθάρου (C. Hamilton, 1856), του κεντρικού λιμανιού του Πειραιά, από τη χερσόνησο της Ηετιωνείας. Τα χαμηλά υψώματα που φαίνονται στο βάθος είναι κατά σειρά ο λόφος του Φιλοπάππου, η Ακρόπολη, ο Λυκαβηττός και πιο πίσω ο Υμηττός και η Πεντέλη.
Πριν από εκατομμύρια χρόνια, στην τεταρτογενή περίοδο, ο Πειραιάς, ήταν νησί και η θάλασσα έφτανε ως το Μοσχάτο και την Καλλιθέα, σε απόσταση δηλαδή ενός-δύο χιλιομέτρων από την Αθήνα. Με τις προσχώσεις του Κηφισού σχηματίστηκε σιγά-σιγά η φαληρική ακτή και το νησί ενώθηκε με την ξηρά. Παράμεινε όμως και στα κλασικά ακόμα χρόνια κοντά στον Πειραιά ένα έλος, που λεγόταν Αλίπεδον.
Ο Πειραιάς και η Σαλαμίνα σε φωτογραφία από δορυφόρο (NASA,www.earth.jsc.nasa.gov).
Πανοραμική άποψη του κεντρικού λιμανιού του Πειραιά
Φάρος στην άκρη λιμενοβραχίονα στο Μικρολίμανο (λιμάνι της Μουνιχίτας) (φωτ. ΑΠΕ)
Dictionary of Greek. 2013.